- μίτος
- ο (ΑΜ μίτος)1. νήμα, κλωστή2. (στην υφαντική) η κλωστή τού στημονιούνεοελλ.φρ. α) «ο μίτος τής Αριάδνης» — μέσο για ανακάλυψη διεξόδου από δυσχερή και περίπλοκη κατάστασηβ) «ο μίτος τών ιδεών» — ο ειρμός τών σκέψεων, το ξετύλιγμα, το νήμα, η σειρά τών ιδεώνμσν.-αρχ.ο ιστός τής αράχνηςαρχ.1. το νήμα τής τύχης («ἀπὸ λεπτοῡ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται», παροιμ.)2. η χορδή τής λύρας3. (στους ορφικούς ποιητές) σπέρμα, σπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, οι οποίες, λόγω τής αβέβαιης σημ. της λ., παραμένουν υποθετικές, όπως η σύνδεση με αρχ. ινδ. mithas «αμοιβαίος, αλλεπάλληλος», με λιθουαν. mita «ραβδί για πλέξιμο διχτιών» και με λατ. mitto «στέλνω, αφήνω» (πρβλ. και μίτρα). Η λ., τέλος, θα μπορούσε να συνδεθεί με γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «τριμίσκον- ἱμάτιον» (πρβλ. και μυκην. tomiha)].
Dictionary of Greek. 2013.